DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
save απαλλάσσω
save εξοικονομώ
save σώζω
save γλιτώνω
saving (compulsory or forced) αναγκαστική αποταμίευση
saving σωτήριος
saving encouragement ενθάρρυνση της αποταμίευσης
saving encouragement παρότρυνση της αποταμίευσης
savings αποταμιεύσεις
Savings Directive οδηγία για τη φορολόγηση εισοδημάτων από τόκους αποταμιεύσεων
Savings Directive Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις
Savings Directive οδηγία για τη φορολόγηση εισοδημάτων από αποταμιεύσεις
Savings Tax Directive οδηγία για τη φορολόγηση εισοδημάτων από τόκους αποταμιεύσεων
Savings Tax Directive Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις
Savings Tax Directive οδηγία για τη φορολόγηση εισοδημάτων από αποταμιεύσεις
Savings Taxation Directive οδηγία για τη φορολόγηση εισοδημάτων από τόκους αποταμιεύσεων
Savings Taxation Directive Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις
Savings Taxation Directive οδηγία για τη φορολόγηση εισοδημάτων από αποταμιεύσεις
saviour σωτήρας
say δυνατότητα διατύπωσης άποψης